- μύαγρος
- ο (Α μύαγρος)νεοελλ.ζωολ. είδος πτηνού τής οικογένειας μυγοθήρεςαρχ.1. φίδι που πιάνει τα ποντίκια2. το φυτό μελάμπυρον3. το φυτό μυάγρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντίκι» + -αγρος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. θήραγρος].
Dictionary of Greek. 2013.