μύαγρος

μύαγρος
ο (Α μύαγρος)
νεοελλ.
ζωολ. είδος πτηνού τής οικογένειας μυγοθήρες
αρχ.
1. φίδι που πιάνει τα ποντίκια
2. το φυτό μελάμπυρον
3. το φυτό μυάγρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντίκι» + -αγρος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. θήραγρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μύαγρος — mouser masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυάγρους — μύαγρος mouser masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

  • μυάγρου — μύαγρον mouse trap neut gen sg μύαγρος mouser masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυάγρῳ — μύαγρον mouse trap neut dat sg μύαγρος mouser masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύαγρον — mouse trap neut nom/voc/acc sg μύαγρος mouser masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”